βαπόρι

βαπόρι
το пароход, теплоход;

§ γίνομαι βαπόρι — приходить в ярость, выходить из себя;

κάνω κάποιον βαπόρι — выводить кого-л. из себя


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βαπόρι" в других словарях:

  • βαπόρι — και παπόρι, το 1. ατμόπλοιο 2. φρ. α) «γίνομαι βαπόρι» εξοργίζομαι β) «τον έκανα βαπόρι» τον εξόργισα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vapore «ατμός, ατμόπλοιο») < λατ. vapor( ōris) «ατμός»] …   Dictionary of Greek

  • βαπόρι — το (λ. ιταλ.) 1. πλοίο μηχανοκίνητο, καράβι: Δούλευε χρόνια σε βαπόρι εμπορικό. 2. φρ. «Έγινε βαπόρι», εξοργίσθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαπορήσιος — α, ο 1. κατάλληλος για βαπόρι, σχετικός με τα βαπόρια 2. αυτός που παρασκευάζεται και σερβίρεται μέσα στο βαπόρι, συνήθως σε υψηλότερη τιμή («καφές βαπορήσιος») …   Dictionary of Greek

  • Сиотис, Динос — Динос Сиотис греч. Ντίνος Σιώτης Дата рождения: 19 декабря 1944(1944 12 19) (67 лет) Место рождения …   Википедия

  • ατμόπλοιο — Βλ. λ. πλοίο. * * * το πλοίο που κινείται με ατμό, βαπόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + πλοίο(ν). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, (πρβλ. αγγλ. steamship). Η λ. ατμόπλοιον μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • μοτόρι — το άκλ. 1. βενζινομηχανή 2. συνεκδ. το σκάφος που κινείται με βενζινομηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. motore < λατ. motor, ōris «αυτός που κινεί» < movēre «κινώ», (πρβλ. βαπόρι < ιταλ. vapore)] …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • παπόρι — το βλ. βαπόρι …   Dictionary of Greek

  • πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»